- ζωρός
- ζωρός, -όν (Α)1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατοςβ) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.)4. (για κακό) αυτός που είναι πολύ έντονος, δυνατός5. φρ. α) «ζωρότερον δέ κέραιε» — ρίχνε λιγότερο νερό στο κρασί, κάνε το κρασί δυνατότεροβ) «ζωρόν πιεῑν» — το να πίνει κανείς πολύ, να μεθάγ) «ζωρόν δέπας» — ποτήρι άκρατου κρασιούδ) «ζωρόν πέλαγος» — πέλαγος κρασιού6. (στον Εμπεδ. αν είναι ορθή η ανάγν.), ανάμικτος, κεκραμένος, νοθευμένος, αντίθ. τού άκρατος («ζωρά τε τὰ πρὶν ἄκρητα», Εμπεδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Έγιναν προσπάθειες συνδέσεως του με διάφορες ελληνικές και ξένες λέξεις, όπως με το αρχ. σλαβ. jarŭ «σκληρός, τραχύς» και τα αρχ. ελλ. ζέω, ζώω, επιζαρέω, ζάλη. Οι συνδέσεις αυτές, ωστόσο, δεν φαίνονται πειστικές. ΣΥΝΘ: (Α' συνθετικό) αρχ. ζωροπότης. (Β' συνθετικό) αρχ. εύζωρος].
Dictionary of Greek. 2013.